- σωματουργοί
- σωματουργόςcreative of bodiesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματουργός — όν, ΜΑ (για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. δραματ ουργός] … Dictionary of Greek